- αναποδίζω
- (I)(Α ἀναποδίζω)1. γυρίζω πίσω, επιστρέφω στο σημείο εξορμήσεως, οπισθοχωρώ, οπισθοδρομώ2. (για σιδηροδρόμους και ατμόπλοια) κινώ τη μηχανή ανάποδα, αντίστροφα για οπισθοχώρηση, κινούμαι με την πρύμνηαρχ.-μσν.κάνω κάποιον να γυρίσει, να στραφεί πίσω, να επιστρέψειαρχ.κάνω κάποιον να επιστρέψει, τόν επαναφέρω προς τα πίσω και τόν ρωτώ, τόν ανακρίνω εξαντλητικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + ποδίζω < πούς.ΠΑΡ. αναποδισμόςμσν.ἀναποδιστήςμσν.- νεοελλ.αναπόδιση (-ις)].————————(II)[ανάποδος]1. φέρομαι άσχημα, γίνομαι δύστροπος ή κακότροπος.
Dictionary of Greek. 2013.